ἀκατήχητος: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatichitos
|Transliteration C=akatichitos
|Beta Code=a)kath/xhtos
|Beta Code=a)kath/xhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not encompassed by sound</b>, Suid.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[not encompassed by sound]], Suid.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:10, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατήχητος Medium diacritics: ἀκατήχητος Low diacritics: ακατήχητος Capitals: ΑΚΑΤΗΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatḗchētos Transliteration B: akatēchētos Transliteration C: akatichitos Beta Code: a)kath/xhtos

English (LSJ)

ον,

   A not encompassed by sound, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατήχητος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος, Σουΐδ. ΙΙ. ὁ μὴ διδαχθεὶς τὰς θεμελιώδεις τῆς πίστεως ἀρχάς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no acompañado de sonido o de músicaglos. a ἀπερισάλπιγκτοι Sud.
2 falto de instrucción, ignorante ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ἀκατήχητοι Arius Ep.Eus.3, ἀ. τῶν μυστηρίων Gr.Nyss.Eun.1.158.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατήχητος, -ον) κατηχῶ
αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
αδασκάλευτος, ακατατόπιστος
αρχ.
κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος».