φαρμακόμαντις: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakomantis | |Transliteration C=farmakomantis | ||
|Beta Code=farmako/mantis | |Beta Code=farmako/mantis | ||
|Definition=εως, ὁ, either <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who is at once]] <b class="b3">φαρμακός</b> and <b class="b3">μάντις</b>, or [[who uses]] <b class="b3">φάρμακα</b> | |Definition=εως, ὁ, either <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who is at once]] <b class="b3">φαρμακός</b> and <b class="b3">μάντις</b>, or [[who uses]] <b class="b3">φάρμακα</b> [[to divine from]], title of play by Anaxandrides.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:47, 1 July 2020
English (LSJ)
εως, ὁ, either
A one who is at once φαρμακός and μάντις, or who uses φάρμακα to divine from, title of play by Anaxandrides.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, entweder Einer, der zugleich φαρμακός u. μάντις ist, od. Einer, der sich der φάρμακα bedient, um daraus zu wahrsagen; Titel einer Comödie des Anaxandrid. bei Ath. VI, 261 e.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκόμαντις: -εως, ὁ ἢ ὁ ὢν ἅμα φαρμακὸς καὶ μάντις, ἢ ὁ μεταχειριζόμενος φάρμακα ὅπως δι’ αὐτῶν μαντεύηται, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Ἀναξανδρίδου. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
Greek Monolingual
-άντεως, ὁ, ΜΑ
ο φαρμακός και μάντης ταυτόχρονα ή αυτός που χρησιμοποιεί φάρμακα προκειμένου να προβλέψει το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + μάντις (πρβλ. ὀνειρό-μαντις)].