ἀσύναπτος: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asynaptos | |Transliteration C=asynaptos | ||
|Beta Code=a)su/naptos | |Beta Code=a)su/naptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not joined]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>516a30</span>; [[not connected]], συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Id.<span class="title">APr.</span>42a21</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:09, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A not joined, Arist.HA516a30; not connected, συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους Id.APr.42a21.
German (Pape)
[Seite 380] unverknüpft, unvereinbar, Arist. H. A. 3, 7; πρὸς ἀλλήλους anal. pr. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύναπτος: -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.
Spanish (DGE)
-ον
no unido αὗται (πλευραί) Arist.HA 516a30
•que no tiene conexión ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς ἀλλήλους Arist.APr.42a21, (τὸ αἰτιατόν) Procl.Inst.35, cf. 110.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσύναπτος, -ον)
αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, ασύνδετος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύναπτος: взаимно несвязанный, несвязный (πρὸς ἀλλήλους Arst.).