ἐνσπείρω: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(2) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enspeiro | |Transliteration C=enspeiro | ||
|Beta Code=e)nspei/rw | |Beta Code=e)nspei/rw | ||
|Definition=Ep. ἐνισπ-, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ep. ἐνισπ-, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sow in]], ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν <span class="bibl">A.R.3.1185</span>:—Pass., ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>6.194c</span>; ὑπὸ φύσεως <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:12, 1 July 2020
English (LSJ)
Ep. ἐνισπ-,
A sow in, ἐνισπείρας [ὀδόντας] πεδίοισιν A.R.3.1185:—Pass., ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐ. ζῴοις Jul. Or.6.194c; ὑπὸ φύσεως Iamb.Myst.3.27.
German (Pape)
[Seite 852] ep. ἐνισπείρω, einstreuen, einsäen, von Kadmos, ὀδόντας ἐνισπείρας πεδίοισι, Ap. Rh. 3, 1184; übertr., ὁ λόγος πολὺς ἤδη ἐνέσπαρται, es hat sich das Gerücht sehr verbreitet, Xen. Cyr. 5, 2, 30; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπείρω: σπείρω ἔν τινι τόπῳ, ὀδόντας πεδίῳ ἐνσπεῖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1185. - Παθ., μεταφ. διαδίδομαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ φημῶν, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 2. 30.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἐνισπ- A.R.3.1185
I sembrar en c. ac. y dat. ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισιν A.R.l.c.
II fig.
1 implantar, diseminar, extender en o por c. ac. y dat. τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήν Lyd.Mag.1.5, πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτος Orac.Chald.39.2, ἐνσπείρει γάρ τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷ Cyr.Al.Luc.1.89.18, en v. pas. ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοις Iul.Or.9.194c, οὐ δεῖ νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεως Iambl.Myst.3.27
•tb. en v. med. τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασιν Origenes Io.13.50.327
•en perf. pas. estar diseminado, esparcido c. giro prep. (πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρται Aristid.Or.50.25, ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρται Clem.Al.Ex.Thdot.48.
2 impregnar, infundir c. dos ac. σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήν ref. Cristo A.Thom.A 144, c. ac. y rég. prep. ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ Χριστοῦ Ammon.Io.96.5
•inocular τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆς Eva a Adán, Chrys.Iob 2.9.23.
Greek Monolingual
(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρω
διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)
μσν.
εμφυτεύω
αρχ.
σπείρω σ' έναν τόπο.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσπείρω: досл. (где-л.) рассеивать, перен. распространять (ὁ λόγος ἐνέσπαρται Xen. - v. l. ἔσπαρται).