ἀναργυρία: Difference between revisions
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anargyria | |Transliteration C=anargyria | ||
|Beta Code=a)narguri/a | |Beta Code=a)narguri/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[want of cash]], <span class="bibl">Stratt.8</span> D.; ἡ τῆς ἀ. παραγραφή [[non numeratae pecuniae]], Cod.Just.4.21.16; ἡ τῆς προικὸς ἀ. <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>100</span> <b class="b2">Pr.:</b> pl., ibid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:27, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A want of cash, Stratt.8 D.; ἡ τῆς ἀ. παραγραφή non numeratae pecuniae, Cod.Just.4.21.16; ἡ τῆς προικὸς ἀ. Just.Nov.100 Pr.: pl., ibid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναργῠρία: ἡ, τὸ μὴ λαβεῖν ἀργύριον, ὅρος δικ. (ἀναργυρίας περιγραφή), «ἀναργυρία λέγεται ὅταν τις γράψας οἰκειοχείρως καὶ ὁμολογεήσας λαβεῖν ἀργύριον καὶ οὐδαμῶς ἔλαβεν ἃ ὡμολόγησεν ἢ ἔλαβε μέρος τι» Γλῶσσαι Βασιλ.
Spanish (DGE)
(ἀναργῠρία) -ας, ἡ
1 falta de dinero Stratt.71B.
2 falta de pago, impago, Cod.Iust.4.21.16, τῆς προιχός Iust.Nou.100 praef.
Greek Monolingual
η (AM ἀναργυρία) ανάργυρος
έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά
μσν.
το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς.