μέσσορος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(24)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=messoros
|Transliteration C=messoros
|Beta Code=me/ssoros
|Beta Code=me/ssoros
|Definition=ὁ, for <b class="b3">Μέσορος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boundary-stone</b>, Tab.Heracl.1.63, al.</span>
|Definition=ὁ, for <b class="b3">Μέσορος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[boundary-stone]], Tab.Heracl.1.63, al.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:55, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσσορος Medium diacritics: μέσσορος Low diacritics: μέσσορος Capitals: ΜΕΣΣΟΡΟΣ
Transliteration A: méssoros Transliteration B: messoros Transliteration C: messoros Beta Code: me/ssoros

English (LSJ)

ὁ, for Μέσορος,

   A boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.

Greek (Liddell-Scott)

μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμ-ορος, σύν-ορος).