ταλασιουργία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(4b) |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργία:''' ἡ Plat. = [[ταλασία]]. | |elrutext='''τᾰλᾰσῐουργία:''' ἡ Plat. = [[ταλασία]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[wool spinning]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A = ταλασία, Pl.Plt.282c, 283a, Corn.ND20, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.4.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, = ταλασία, Plat. Polit. 282 a Lys. 208 d u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργία: ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων ἐργασία, Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλασιουργία· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα».
Greek Monolingual
ἡ, Α ταλασιουργός
η κατεργασία του μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσῐουργία: ἡ Plat. = ταλασία.