προμηθία: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(nl) |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια. | |elnltext=προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[foresight]], [[forethought]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 4 July 2020
English (LSJ)
προμηθίη, v. προμήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. προμήθεια.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.
Greek Monotonic
προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.
Russian (Dvoretsky)
προμηθία: ион. Aesch., Eur. προμηθίη ἡ = προμήθεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια.