ἠχητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "in de An." to "in de An.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichitikos
|Transliteration C=ichitikos
|Beta Code=h)xhtiko/s
|Beta Code=h)xhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sounding]], [[ringing]], Diom.<span class="bibl">p.497</span> K., Simp.[[in de An]].<span class="bibl">142.17</span>, al., <span class="bibl">Eust.918.19</span>; gloss on [[βύκτης]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>216.50</span>. Adv. -κῶς Hsch. s.v. [[καναχηδά]].</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sounding]], [[ringing]], Diom.<span class="bibl">p.497</span> K., Simp.in de An.<span class="bibl">142.17</span>, al., <span class="bibl">Eust.918.19</span>; gloss on [[βύκτης]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>216.50</span>. Adv. -κῶς Hsch. s.v. [[καναχηδά]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:35, 5 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχητικός Medium diacritics: ἠχητικός Low diacritics: ηχητικός Capitals: ΗΧΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēchētikós Transliteration B: ēchētikos Transliteration C: ichitikos Beta Code: h)xhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sounding, ringing, Diom.p.497 K., Simp.in de An.142.17, al., Eust.918.19; gloss on βύκτης, EM216.50. Adv. -κῶς Hsch. s.v. καναχηδά.

German (Pape)

[Seite 1180] = ἠχετικός, Schol. Aesch. Ch. 150 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχητικός: -ή, -όν, ἠχῶν, ἦχον παράγων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τοῦτο, Ε. Μ. 216. 50. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. καναχηδά.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἠχητικός, -ή, -όν ηχώ
αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, ηχογόνος («ηχητικά κύματα»)
νεοελλ.
1. αυτός που ενισχύει τον παραγόμενο ήχο («ηχητικό κιβώτιο»)
2. αυτός που γίνεται με τη βοήθεια του ήχου («ηχητική βυθομέτρηση» — η μέτρηση του βάθους του βυθού τών θαλασσών με την ηχητική μέθοδο)
3. φρ. «ηχητικά σήματα» — σήματα που παράγονται και μεταδίδονται με διάφορες ηχογόνες συσκευές.
επίρρ...
ηχητικώς και -ά (AM ἠχητικῶς)
με χρησιμοποίηση του ήχου.