καταμείγνυμι: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katameignymi | |Transliteration C=katameignymi | ||
|Beta Code=katamei/gnumi | |Beta Code=katamei/gnumi | ||
|Definition=or καταμειγνύω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mix in]], [[combine]], <b class="b3">καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>580</span>; τὴν φροντίδα καταμείξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>230</span>; τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν <span class="bibl">D.30.10</span>; τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς <span class="bibl">Id.25.63</span>; συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a; <b class="b3">δένδρα τοῖς φυτοῖς</b> ib. 648c; τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>27</span>:—Pass., [ | |Definition=or καταμειγνύω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mix in]], [[combine]], <b class="b3">καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>580</span>; τὴν φροντίδα καταμείξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>230</span>; τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν <span class="bibl">D.30.10</span>; τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς <span class="bibl">Id.25.63</span>; συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a; <b class="b3">δένδρα τοῖς φυτοῖς</b> ib. 648c; τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>27</span>:—Pass., [[[ὕδωρ]]] καταμεμειγμένον ἐς τὸν ἠέρα Hp.Aër.8; τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Spir.</span>485b10</span>; <b class="b3">οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο</b>, i.e. [[were mingled]] with the citizens, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.2.3</span>; εἰς γένος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:20, 7 July 2020
English (LSJ)
or καταμειγνύω,
A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys.580; τὴν φροντίδα καταμείξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu.230; τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10; τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63; συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c; τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27:—Pass., [[[ὕδωρ]]] καταμεμειγμένον ἐς τὸν ἠέρα Hp.Aër.8; τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir.485b10; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3; εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20.
Greek Monolingual
καταμείγνυμι και καταμειγνύω (Α)
ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μείγνυμι «αναμιγνύω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μείγνυμι of κατα-μειγνύω act. mengen:. τὴν φροντίδα λεπτὴν καταμείξας εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα door mijn fijne gedachtengang te mengen met de even fijne lucht Aristoph. Nub. 230; τοῖς ἄλλοις κ. στρατιώταις ἑαυτούς zich mengen onder de andere soldaten Plut. Alc. 29.1. med. zich mengen:. οἱ [στρατιῶται]... εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο de soldaten mengden zich onder de bewoners van de steden Xen. An. 7.2.3.