συνανοίγω: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synanoigo
|Transliteration C=synanoigo
|Beta Code=sunanoi/gw
|Beta Code=sunanoi/gw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[open in company with]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις <span class="title">IG</span>12.91.16; <b class="b3">συνανοίγνουσα</b> (sic) τὰ συγχωσθέντα <span class="title">SIG</span>799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 20.235c</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[open in company with]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις <span class="title">IG</span>12.91.16; [[συνανοίγνουσα]] (sic) τὰ συγχωσθέντα <span class="title">SIG</span>799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 20.235c</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανοίγω Medium diacritics: συνανοίγω Low diacritics: συνανοίγω Capitals: ΣΥΝΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synanoígō Transliteration B: synanoigō Transliteration C: synanoigo Beta Code: sunanoi/gw

English (LSJ)

   A open in company with, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις IG12.91.16; συνανοίγνουσα (sic) τὰ συγχωσθέντα SIG799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.Or. 20.235c.

Greek (Liddell-Scott)

συνανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ συγκλείω, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.

Greek Monolingual

ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.