ταγματάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tagmatarchis | |Transliteration C=tagmatarchis | ||
|Beta Code=tagmata/rxhs | |Beta Code=tagmata/rxhs | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[leader of a]] | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[leader of a]] [[τάγμα]], <span class="bibl">D.H.20.4</span>, <span class="bibl">Onos.42.8</span>:— hence ταγμᾰταρχέω, <span class="bibl">Ph.1.368</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leader of a τάγμα, D.H.20.4, Onos.42.8:— hence ταγμᾰταρχέω, Ph.1.368.
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταγμᾰτάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τάγματος, Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. Escur.· καὶ ταγμάταρχος, ὁ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1048, 2257, 4074, 4221: ― ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ταγμᾰταρχέω, Φίλων 1. 368· καὶ οὐσιαστ. ταγματαρχία, ἡ, Διον. Ἀρεοπ. σ. 21C.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αρχηγός τάγματος
νεοελλ.
βαθμός ανώτερου αξιωματικού, ανώτερος του λοχαγού και κατώτερος του αντισυνταγματάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα, -ατος + -άρχης].