δυσμέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμέτρητος''': -ον, δυσκόλως μετρούμενος, Ἀντιφῶν παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 167. 2) [[δυσπόρευτος]], [[πέλαγος]] Φιλόστ. Β. Ἀπολλ. 4, 15
|lstext='''δυσμέτρητος''': -ον, δυσκόλως μετρούμενος, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 167. 2) [[δυσπόρευτος]], [[πέλαγος]] Φιλόστ. Β. Ἀπολλ. 4, 15
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμέτρητος Medium diacritics: δυσμέτρητος Low diacritics: δυσμέτρητος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysmétrētos Transliteration B: dysmetrētos Transliteration C: dysmetritos Beta Code: dusme/trhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to measure, Antipho Soph.106.    2 hard to traverse, πέλαγος Philostr.VA4.15.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu messen, Antipho bei Poll. 4, 167; übertr., πέλαγος, schwer zu befahren, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμέτρητος: -ον, δυσκόλως μετρούμενος, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Δ΄, 167. 2) δυσπόρευτος, πέλαγος Φιλόστ. Β. Ἀπολλ. 4, 15

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de medir Antipho Soph.B 106.
2 difícil de atravesar τὸ ἐπ' Εὐβοίας πέλαγος Philostr.VA 4.15.

Greek Monolingual

δυσμέτρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μετριέται
2. φρ. «δυσμέτρητον πέλαγος» — που δύσκολα ταξιδεύει κανείς σ' αυτό.