θεοπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοπλάστης''': -ου, ὁ, πλάττων, κατασκευάζων θεούς, εἰκόνας θεῶν, [[ἀγαλματοποιός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 617, | |lstext='''θεοπλάστης''': -ου, ὁ, πλάττων, κατασκευάζων θεούς, εἰκόνας θεῶν, [[ἀγαλματοποιός]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 617, Πολυδ. Α’, 12. ΙΙ. ὁ [[θεῖος]] Δημιουργός, Φίλων 2, 490. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A maker of gods, i.e. of their images, Ar.Fr. 787. II the divine Creator, Ph.2.490.
German (Pape)
[Seite 1197] ὁ, Götterbildner, Man. 4, 569; Poll. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπλάστης: -ου, ὁ, πλάττων, κατασκευάζων θεούς, εἰκόνας θεῶν, ἀγαλματοποιός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 617, Πολυδ. Α’, 12. ΙΙ. ὁ θεῖος Δημιουργός, Φίλων 2, 490.
Greek Monolingual
θεοπλάστης, ὁ (Α)
1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών
2. ο θείος δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, ζαχαρο-πλάστης.
Russian (Dvoretsky)
θεοπλάστης: ου ὁ изготовляющий изображения (досл. ваятель) богов Arph.