καταπληγία: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπληγία''': ἡ, [[φόβος]] [[πολύς]], [[ὑπερβολικός]], | |lstext='''καταπληγία''': ἡ, [[φόβος]] [[πολύς]], [[ὑπερβολικός]], Πολυδ. Γ΄, 137· διάφ. γραφ. [[καταπλαγία]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπληγία]], ἡ (Α) [[καταπληγής]]<br />[[καταπλαγία]], [[υπερβολικός]] [[φόβος]], [[πανικός]]. | |mltxt=[[καταπληγία]], ἡ (Α) [[καταπληγής]]<br />[[καταπλαγία]], [[υπερβολικός]] [[φόβος]], [[πανικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A panic fear, Poll.3.137.
Greek (Liddell-Scott)
καταπληγία: ἡ, φόβος πολύς, ὑπερβολικός, Πολυδ. Γ΄, 137· διάφ. γραφ. καταπλαγία.
Greek Monolingual
καταπληγία, ἡ (Α) καταπληγής
καταπλαγία, υπερβολικός φόβος, πανικός.