καταπληγία

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπληγία Medium diacritics: καταπληγία Low diacritics: καταπληγία Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΓΙΑ
Transliteration A: kataplēgía Transliteration B: kataplēgia Transliteration C: katapligia Beta Code: kataplhgi/a

English (LSJ)

ἡ, panic fear, Poll.3.137.

Greek (Liddell-Scott)

καταπληγία: ἡ, φόβος πολύς, ὑπερβολικός, Πολυδ. Γ΄, 137· διάφ. γραφ. καταπλαγία.

Greek Monolingual

καταπληγία, ἡ (Α) καταπληγής
καταπλαγία, υπερβολικός φόβος, πανικός.