καταπληγής

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

German (Pape)

[Seite 1370] ές, = καταπλαγής, Clem. Al., neben περιδεής.

Greek (Liddell-Scott)

καταπληγής: ές= καταπλαγής, κ. καὶ περιδεὴς Κλήμ. Ἀλ. 946.

Greek Monolingual

καταπληγής, -ές (Α)
κατάπληκτος, θορυβημένος, περιδεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πληγής (πληγή, ἐπλήγην), πρβλ. εμπληγής, ημιπληγής].