καταπληγής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
German (Pape)
[Seite 1370] ές, = καταπλαγής, Clem. Al., neben περιδεής.
Greek (Liddell-Scott)
καταπληγής: ές= καταπλαγής, κ. καὶ περιδεὴς Κλήμ. Ἀλ. 946.
Greek Monolingual
καταπληγής, -ές (Α)
κατάπληκτος, θορυβημένος, περιδεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πληγής (πληγή, ἐπλήγην), πρβλ. εμπληγής, ημιπληγής].