νηκτρίς: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(27)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νηκτρίς''': -ίδος, ἡ, θηλυκ. τοῦ [[νήκτης]], νηκτρίδες (δηλ. ἐλᾶαι) = κολυμβάδες, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 45· ἴδε [[κολυμβάς]].
|lstext='''νηκτρίς''': -ίδος, ἡ, θηλυκ. τοῦ [[νήκτης]], νηκτρίδες (δηλ. ἐλᾶαι) = κολυμβάδες, Πολυδ. ϛʹ, 45· ἴδε [[κολυμβάς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηκτρίς]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήκτης]].
|mltxt=[[νηκτρίς]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νήκτης]].
}}
}}

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκτρίς Medium diacritics: νηκτρίς Low diacritics: νηκτρίς Capitals: ΝΗΚΤΡΙΣ
Transliteration A: nēktrís Transliteration B: nēktris Transliteration C: niktris Beta Code: nhktri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of

   A νήκτης, ν. ἐλαία Poll. 6.45; cf. κολυμβάς.

Greek (Liddell-Scott)

νηκτρίς: -ίδος, ἡ, θηλυκ. τοῦ νήκτης, νηκτρίδες (δηλ. ἐλᾶαι) = κολυμβάδες, Πολυδ. ϛʹ, 45· ἴδε κολυμβάς.

Greek Monolingual

νηκτρίς, ἡ (Α)
βλ. νήκτης.