νέοικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νέοικος''': -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος [[οἶκος]], [[νέος]] [[πολίτης]], Ἐπίχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, [[νεόκτιστος]], [[ἕδρα]] Πινδ. Ο. 5. 19.
|lstext='''νέοικος''': -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος [[οἶκος]], [[νέος]] [[πολίτης]], Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, [[νεόκτιστος]], [[ἕδρα]] Πινδ. Ο. 5. 19.
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέοικος Medium diacritics: νέοικος Low diacritics: νέοικος Capitals: ΝΕΟΙΚΟΣ
Transliteration A: néoikos Transliteration B: neoikos Transliteration C: neoikos Beta Code: ne/oikos

English (LSJ)

ον,

   A newly housed, a new denizen, Epich.12.    II newly built, ἕδρα Pi.O.5.8.

German (Pape)

[Seite 242] neu augebau't, ἕδρα, Pind. Ol. 5, 8. – Auch = νεαπολίτης, Epicharm. bei Poll. 9, 26.

Greek (Liddell-Scott)

νέοικος: -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος οἶκος, νέος πολίτης, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, νεόκτιστος, ἕδρα Πινδ. Ο. 5. 19.

English (Slater)

νέοικος, -ον
   1 new founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)

Greek Monolingual

νέοικος, -ον (Α)
1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης
2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οἶκος.

Greek Monotonic

νέοικος: -ον, πρόσφατα χτισμένος, νεόκτιστος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

νέοικος: недавно установленный, вновь построенный (ἕδρα Pind.).