μῖλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῖλος''': ἡ, = [[σμῖλαξ]], Taxus baccata, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 2. ΙΙ. τὸ [[ἄνθος]] αὐτῆς, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 106.
|lstext='''μῖλος''': ἡ, = [[σμῖλαξ]], Taxus baccata, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 2. ΙΙ. τὸ [[ἄνθος]] αὐτῆς, Πολυδ. ϛʹ, 106.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μίλος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[σμίλαξ]]<br /><b>2.</b> το [[άνθος]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μῖλαξ]] (Ι)].
|mltxt=[[μίλος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[σμίλαξ]]<br /><b>2.</b> το [[άνθος]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μῖλαξ]] (Ι)].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῖλος Medium diacritics: μῖλος Low diacritics: μίλος Capitals: ΜΙΛΟΣ
Transliteration A: mîlos Transliteration B: milos Transliteration C: milos Beta Code: mi=los

English (LSJ)

ἡ,

   A = σμῖλαξ, yew, Taxus baccata, Cratin.98, Thphr.HP3.4.2, 5.7.6.    II flower of the yew, Poll.6.106 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, = σμῖλος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μῖλος: ἡ, = σμῖλαξ, Taxus baccata, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 2. ΙΙ. τὸ ἄνθος αὐτῆς, Πολυδ. ϛʹ, 106.

Greek Monolingual

μίλος, ἡ (Α)
1. το φυτό σμίλαξ
2. το άνθος του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῖλαξ (Ι)].