ξυλοφορία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοφορία''': ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 131.
|lstext='''ξῠλοφορία''': ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφορία Medium diacritics: ξυλοφορία Low diacritics: ξυλοφορία Capitals: ΞΥΛΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: xylophoría Transliteration B: xylophoria Transliteration C: ksyloforia Beta Code: culofori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wood-carrying, Lys.Fr.325 S.    II wood-offering, LXXNe.10.34(35).

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.

Greek Monolingual

ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφορία: ἡ носка дров Lys.