πρῳράτης: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(1b)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῳράτης''': [ᾱ], ὁ, [[πρῳρεύς]], ἀντίθετ. τῷ [[πρυμνήτης]], prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, [[Πολυδ]]. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.
|lstext='''πρῳράτης''': [ᾱ], ὁ, [[πρῳρεύς]], ἀντίθετ. τῷ [[πρυμνήτης]], prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῳράτης Medium diacritics: πρῳράτης Low diacritics: πρωράτης Capitals: ΠΡΩΡΑΤΗΣ
Transliteration A: prōirátēs Transliteration B: prōratēs Transliteration C: proratis Beta Code: prw|ra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,= πρῳρεύς, opp. πρυμνήτης, X.Ath.1.2, Poll.1.95: metaph.,

   A π. στρατοῦ S.Fr.524.1.

Greek (Liddell-Scott)

πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, πρῳρεύς, ἀντίθετ. τῷ πρυμνήτης, prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pilote en second litt. « qui se tient à la proue ».
Étymologie: πρῴρα.

Greek Monotonic

πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, = πρῳρεύς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πρῳράτης: ου (ᾱ) ὁ
1) помощник кормчего (находившийся на носу и командовавший гребцами) Xen.;
2) предводитель (στρατοῦ Soph.).

Middle Liddell

πρῳρά¯της, ου, ὁ, = πρῳρεύς, Xen.]