ταγηνοστρόφιον: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(40)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰγηνοστρόφιον''': ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, [[εἶδος]] ξυστῆρος, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».
|lstext='''τᾰγηνοστρόφιον''': ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, [[εἶδος]] ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />μαγειρικό [[σκεύος]] με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στρόφιον]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> [[κλινοστρόφιον]].
|mltxt=τὸ, Α<br />μαγειρικό [[σκεύος]] με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στρόφιον]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> [[κλινοστρόφιον]].
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγηνοστρόφιον Medium diacritics: ταγηνοστρόφιον Low diacritics: ταγηνοστρόφιον Capitals: ΤΑΓΗΝΟΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: tagēnostróphion Transliteration B: tagēnostrophion Transliteration C: taginostrofion Beta Code: taghnostro/fion

English (LSJ)

τό,

   A slice for turning things over in a frying-pan, Poll.6.89, 10.98:—written τηγανόστροφον in Hsch. s.v. [[li/<s>trion]].

German (Pape)

[Seite 1063] τό, Werkzeug, in der Pfanne zu rühren, Rührlöffel, Poll. 10, 98.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοστρόφιον: ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, εἶδος ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».

Greek Monolingual

τὸ, Α
μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + -στρόφιον (< -στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον.