προκάρπιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκάρπιον''': τό, τὸ [[μέρος]] τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ | |lstext='''προκάρπιον''': τό, τὸ [[μέρος]] τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ Πολυδ. Β΄, 142. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />το πρόσθιο [[μέρος]] του χεριού [[μέχρι]] τον καρπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (ΙΙ) (<b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[κάρπιον]])]. | |mltxt=τὸ, Α<br />το πρόσθιο [[μέρος]] του χεριού [[μέχρι]] τον καρπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (ΙΙ) (<b>πρβλ.</b> <i>μετα</i>-[[κάρπιον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A the part of the hand next the καρπός, Poll.2.142.
German (Pape)
[Seite 728] τό, die Vorderhand, Diosc., zw.
Greek (Liddell-Scott)
προκάρπιον: τό, τὸ μέρος τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ Πολυδ. Β΄, 142.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το πρόσθιο μέρος του χεριού μέχρι τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετα-κάρπιον)].