τριηροποιός: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριηροποιός''': -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, [[ναυπηγός]], ὁ τῶν τριηροποιῶν [[ταμίας]] Δημ. 598. 23, | |lstext='''τριηροποιός''': -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, [[ναυπηγός]], ὁ τῶν τριηροποιῶν [[ταμίας]] Δημ. 598. 23, Πολυδ. Α΄, 84. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
όν,
A building triremes, ib.12.93.4, 97.20, al., Arist.Ath.46.1; but τῶν τριηροποι<ικ>ῶν ταμίας is prob. cj. in D.22.17.
Greek (Liddell-Scott)
τριηροποιός: -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, ναυπηγός, ὁ τῶν τριηροποιῶν ταμίας Δημ. 598. 23, Πολυδ. Α΄, 84.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commissaire pour la construction des trières.
Étymologie: τριήρης, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -ποιός].
Greek Monotonic
τριηροποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τριηροποιός: ὁ строитель триер(ы) Dem.
Middle Liddell
τριηρο-ποιός, όν ποιέω
building triremes, Dem.