σχοινιοστρόφος: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοινιοστρόφος''': ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, | |lstext='''σχοινιοστρόφος''': ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν [[ὕδωρ]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, [[φυτόν]] τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σχοινοστρόφος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφει [[σχοινιά]], ο [[σχοινοπλόκος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιστρέφει [[σχοινί]] για την [[άντληση]] νερού<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που αντλεί [[νερό]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[κάναβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινίον]] / [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | |mltxt=και [[σχοινοστρόφος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συστρέφει [[σχοινιά]], ο [[σχοινοπλόκος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιστρέφει [[σχοινί]] για την [[άντληση]] νερού<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που αντλεί [[νερό]]<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[κάναβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινίον]] / [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος. 2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332. II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46. 2 = κάνναβις ἥμερος, Id.3.148.
German (Pape)
[Seite 1056] Il Stricke drehend. – 2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend, Schol. Ar. Ran. 1332.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινιοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, φυτόν τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46.
Greek Monolingual
και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].