ἀλεκτρυονοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεκτρυονοτρόφος''': ὁ, = ὁ τρέφων ἀλεκτρυόνας, Αἰσχίν. παρὰ | |lstext='''ἀλεκτρυονοτρόφος''': ὁ, = ὁ τρέφων ἀλεκτρυόνας, Αἰσχίν. παρὰ Πολυδ. 7. 135. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A cock-feeder, Aeschin.Socr. 14:—also ἀλεκτρυ-οτρόφος (sic), ὁ, IG5(1).771 (Sparta).
German (Pape)
[Seite 92] ὁ, Hühnermäster, Aeschin. bei Poll. 7, 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρυονοτρόφος: ὁ, = ὁ τρέφων ἀλεκτρυόνας, Αἰσχίν. παρὰ Πολυδ. 7. 135.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -τρυοτρόφος IG 5(1).771 (Esparta)
criador de gallinas Aeschin.Socr.14, IG l.c.
Greek Monolingual
ἀλεκτρυονοτρόφος, ο (Α)
ο ορνιθοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτριών -όνος + -τρόφος < τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεκτρυονοτρόφος: ὁ куровод Aeschin.