ἀποδικάζω: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδῐκάζω''': ἀθῳώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καταδικάζω]], Ἀντιφῶν 147. 5, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 15· ἀπ. δίκην Κριτίας παρὰ | |lstext='''ἀποδῐκάζω''': ἀθῳώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καταδικάζω]], Ἀντιφῶν 147. 5, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 15· ἀπ. δίκην Κριτίας παρὰ Πολυδ. Η΄, 25. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:11, 7 July 2020
English (LSJ)
A acquit, opp. καταδικάζω, Antipho 6.47, Arist.Pol.1268b18; ἀ. δίκην Critias 71 D., PPetr.3p.44 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῐκάζω: ἀθῳώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταδικάζω, Ἀντιφῶν 147. 5, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 15· ἀπ. δίκην Κριτίας παρὰ Πολυδ. Η΄, 25.
Spanish (DGE)
absolver τὴν δίκην Critias B 71, PGurob 2.49 (III a.C.), Polyaen.3.9.15
•abs. ICr.4.22B (VII/VI a.C.)
•Antipho 6.47, Arist.Pol.1268b18, Gloss.2.236.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἀποδῐκάζω: оправдывать (по суду) Arst.