ἐπαγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαγωγεύς''': έως, ὁ, Πληθ. «ἐπαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες· ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί» | |lstext='''ἐπαγωγεύς''': έως, ὁ, Πληθ. «ἐπαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες· ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί» Πολυδ. Η΄, 101 (ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρος ἐξέδωκεν «εἰσαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας εἰσάγοντες», κτλ.), ὡς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἀθην. Πολιτ. (σ. 74, 10, ἔκδ. Blass), κληροῦσι δὲ καὶ εἰσαγωγέας ε΄ ἄνδρας, οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
έως, ὁ,
A coat of clay on a wall, IG22.1672.61 (fort. pro ὑπ- legendum, Ar.Av.1149, sed cf. ἐξυπάγω).
German (Pape)
[Seite 894] ὁ, bei Poll. 8, 101 οἱ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωγεύς: έως, ὁ, Πληθ. «ἐπαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες· ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί» Πολυδ. Η΄, 101 (ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρος ἐξέδωκεν «εἰσαγωγεῖς, οἳ τὰς ἐμμήνους δίκας εἰσάγοντες», κτλ.), ὡς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἀθην. Πολιτ. (σ. 74, 10, ἔκδ. Blass), κληροῦσι δὲ καὶ εἰσαγωγέας ε΄ ἄνδρας, οἳ τὰς ἐμμήνους εἰσάγουσι δίκας.