Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποδερίς: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδερίς''': -ίδος, ἡ, τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, «ὑποδερὶς τὸ ἐν τοῖς [[πρόσθεν]] τοῦ τραχήλου τελευταῖον» [[Πολυδ]]. Β΄, 130, 235., Ε΄, 56. ΙΙ. [[κόσμημα]] τοῦ τραχήλου, περιδέραιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 16, Β. 25.
|lstext='''ὑποδερίς''': -ίδος, ἡ, τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ τραχήλου, «ὑποδερὶς τὸ ἐν τοῖς [[πρόσθεν]] τοῦ τραχήλου τελευταῖον» Πολυδ. Β΄, 130, 235., Ε΄, 56. ΙΙ. [[κόσμημα]] τοῦ τραχήλου, περιδέραιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 16, Β. 25.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδερίς Medium diacritics: ὑποδερίς Low diacritics: υποδερίς Capitals: ΥΠΟΔΕΡΙΣ
Transliteration A: hypoderís Transliteration B: hypoderis Transliteration C: ypoderis Beta Code: u(poderi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A the lower part of the neck, Poll.2.130, 235, 5.56.    II necklace, IG12.313.54, al., Ar.Fr.320.14, Arist.HA 558b2, IG22.1388.17, al.

German (Pape)

[Seite 1214] ίδος, ἡ, der Unterhals, Poll. 2, 130. – Auch eine Bedeckung des Unterhalses, Inscr. bei Böckh Staatsh. II p. 292; Halsschmuck, Halsband, Arist. H. A. 5, 34; vgl. Ar. fr. 309.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδερίς: -ίδος, ἡ, τὸ κατώτερον μέρος τοῦ τραχήλου, «ὑποδερὶς τὸ ἐν τοῖς πρόσθεν τοῦ τραχήλου τελευταῖον» Πολυδ. Β΄, 130, 235., Ε΄, 56. ΙΙ. κόσμημα τοῦ τραχήλου, περιδέραιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Α. 16, Β. 25.

Greek Monolingual

η / ὑποδερίς, -ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α
νεοελλ.
(λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή του λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών
αρχ.
1. το κάτω μέρος, η βάση του τραχήλου
2. κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρη / δειρή «λαιμός» + επίθημα -ίς, -ίδος].

Russian (Dvoretsky)

ὑποδερίς: ίδος ἡ ожерелье Arph., Arst.