ὑποθέναρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποθέναρ''': τό, τὸ [[μέρος]] τῆς παλάμης, «τὸ ἀπὸ τοῦ λιχανοῦ ἕως τοῦ μικροῦ δακτύλου» [[Πολυδ]]. Β΄, 143, πρβλ. Γαλην. 14. 704.
|lstext='''ὑποθέναρ''': τό, τὸ [[μέρος]] τῆς παλάμης, «τὸ ἀπὸ τοῦ λιχανοῦ ἕως τοῦ μικροῦ δακτύλου» Πολυδ. Β΄, 143, πρβλ. Γαλην. 14. 704.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑποθέναρ]], -αρος, ΝΑ<br /><b>ανατ.</b> το [[οπισθέναρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] της παλάμης που βρίσκεται [[δίπλα]] στα δάχτυλα<br /><b>2.</b> η [[βάση]] του αντίχειρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀπισθέναρ]])].
|mltxt=το / [[ὑποθέναρ]], -αρος, ΝΑ<br /><b>ανατ.</b> το [[οπισθέναρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] της παλάμης που βρίσκεται [[δίπλα]] στα δάχτυλα<br /><b>2.</b> η [[βάση]] του αντίχειρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θέναρ]] «το [[κοίλο]] της παλάμης, [[χούφτα]]» (<b>πρβλ.</b> [[ὀπισθέναρ]])].
}}
}}

Revision as of 21:31, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθέναρ Medium diacritics: ὑποθέναρ Low diacritics: υποθέναρ Capitals: ΥΠΟΘΕΝΑΡ
Transliteration A: hypothénar Transliteration B: hypothenar Transliteration C: ypothenar Beta Code: u(poqe/nar

English (LSJ)

τό,

   A the part of the palm next the fingers, Ruf.Onom. 87, Poll.2.143.    2 = στῆθος 111.2, base of the thumb, Orib.25.1.29.    3 the part opposite the στῆθος, inner ridge of palm, Gal.14.704.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθέναρ: τό, τὸ μέρος τῆς παλάμης, «τὸ ἀπὸ τοῦ λιχανοῦ ἕως τοῦ μικροῦ δακτύλου» Πολυδ. Β΄, 143, πρβλ. Γαλην. 14. 704.

Greek Monolingual

το / ὑποθέναρ, -αρος, ΝΑ
ανατ. το οπισθέναρ
αρχ.
1. το τμήμα της παλάμης που βρίσκεται δίπλα στα δάχτυλα
2. η βάση του αντίχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα» (πρβλ. ὀπισθέναρ)].