θαμνώδης: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thamnodis | |Transliteration C=thamnodis | ||
|Beta Code=qamnw/dhs | |Beta Code=qamnw/dhs | ||
|Definition=ες,= | |Definition=ες,= [[θαμνοειδής]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.1</span> (Comp.), <span class="bibl"><span class="title">CP</span>5.12.5</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:45, 8 July 2020
English (LSJ)
ες,= θαμνοειδής, Thphr.HP3.12.1 (Comp.), CP5.12.5.
German (Pape)
[Seite 1186] ες, = θαμνοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θαμνώδης: -ες, = θαμνοειδής, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 12, 1, Αἰτ. Φ. 5. 12, 5.
Greek Monolingual
-ες (AM θαμνώδης, -ώδες) θάμνος
ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά»)
νεοελλ.
1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος
2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» — τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι.