οὐρήθρα: Difference between revisions
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ourithra | |Transliteration C=ourithra | ||
|Beta Code=ou)rh/qra | |Beta Code=ou)rh/qra | ||
|Definition=Ion. οὐρήθρη, ἡ, ( | |Definition=Ion. οὐρήθρη, ἡ, ([[οὐρέω]] A) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[urethra]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.82</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 493b4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[sewage tank]], IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:45, 8 July 2020
English (LSJ)
Ion. οὐρήθρη, ἡ, (οὐρέω A)
A urethra, Hp.Aph.4.82, Arist.HA 493b4. II sewage tank, IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).
German (Pape)
[Seite 418] ἡ, Uringang, Arist. H. A. 1, 14 u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρήθρα: Ἰων, -θρη, ἡ, (οὐρέω) ἡ οὐρήθρα, ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1.
Greek Monolingual
η (Α οὐρήθρα, ιων. τ. οὐρήθρη)
πόρος που εκτείνεται από την ουροδόχο κύστη έως το έξω ουρηθρικό στόμιο και χρησιμεύει για την εκροή τών ούρων και, στον άνδρα, ως δίοδος του σπέρματος
αρχ.
δεξαμενή ακαθαρσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].
Russian (Dvoretsky)
οὐρήθρα: ἡ анат. уретра, мочеиспускательный канал Arst.