πισσηρός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pissiros | |Transliteration C=pissiros | ||
|Beta Code=pisshro/s | |Beta Code=pisshro/s | ||
|Definition=ά (Ion. ή), όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[πισσήεις]], ἡ π. (sc. | |Definition=ά (Ion. ή), όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[πισσήεις]], ἡ π. (sc. [[κηρωτή]]) [[pitch ointment]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>24</span>, cf. Gal.18(2).365.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 8 July 2020
English (LSJ)
ά (Ion. ή), όν,
A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.
German (Pape)
[Seite 619] = πισσήεις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.
Greek Monolingual
-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά
(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πισσηρός -ά -όν [πίττα] van pek, van teer: subst. ἡ πισσηρά, Ion. πισσηρή teerzalf. Hp. Fract. 24.