πυρετικός: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(35)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyretikos
|Transliteration C=pyretikos
|Beta Code=puretiko/s
|Beta Code=puretiko/s
|Definition=ή, όν,= <b class="b3">πυρεκτικός</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>85</span>.
|Definition=ή, όν,= [[πυρεκτικός]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>85</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυρετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πυρετός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετικοί σπασμοί» — επεισόδια σπασμών τα οποία παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια ηλικίας [[μεταξύ]] 6 μηνών και 5 ετών [[κατά]] τη [[διάρκεια]] εμπύρετων καταστάσεων, [[εκτός]] από οφειλόμενες σε λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλες γνωστές αιτίες σπασμών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πυρετό, [[πυρετώδης]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από πυρετό.
|mltxt=-ή, -ό / [[πυρετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πυρετός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετικοί σπασμοί» — επεισόδια σπασμών τα οποία παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια ηλικίας [[μεταξύ]] 6 μηνών και 5 ετών [[κατά]] τη [[διάρκεια]] εμπύρετων καταστάσεων, [[εκτός]] από οφειλόμενες σε λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλες γνωστές αιτίες σπασμών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πυρετό, [[πυρετώδης]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από πυρετό.
}}
}}

Revision as of 12:40, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρετικός Medium diacritics: πυρετικός Low diacritics: πυρετικός Capitals: ΠΥΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyretikós Transliteration B: pyretikos Transliteration C: pyretikos Beta Code: puretiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= πυρεκτικός, Ptol.Tetr.85.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυρετικός, -ή, -όν, ΝΑ πυρετός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετικοί σπασμοί» — επεισόδια σπασμών τα οποία παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια ηλικίας μεταξύ 6 μηνών και 5 ετών κατά τη διάρκεια εμπύρετων καταστάσεων, εκτός από οφειλόμενες σε λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλες γνωστές αιτίες σπασμών)
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί πυρετό, πυρετώδης
2. συνεκδ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πυρετό.