ἱερόλας: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierolas | |Transliteration C=ierolas | ||
|Beta Code=i(ero/las | |Beta Code=i(ero/las | ||
|Definition=ὁ,= | |Definition=ὁ,= [[ἱερεύς]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>57</span> (dub.; for the termination cf. [[μαινόλης]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:25, 8 July 2020
English (LSJ)
ὁ,= ἱερεύς, S.Fr.57 (dub.; for the termination cf. μαινόλης).
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, Priester, Soph. bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόλας: ὁ, = ἱερεύς, Σοφ. (Ἀποσπ. 55) παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Schmidt.
Greek Monolingual
ἱερόλας, ὁ (Α)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα της λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή -of, -ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)].
Russian (Dvoretsky)
ἱερόλᾱς: ὁ жрец Soph.