τυρώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α [[τυρός]]<br />[[τυρεύω]].<br /><b>(II)</b><br />-όω, Α [[τυρός]]<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] σε [[τυρί]] («τὸ [[γάλα]] τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[αρτύω]] ένα [[φαγητό]] με [[τυρί]] («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανεύομαι]], [[τεχνάζομαι]] («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες ἅπαντα», Αρχέστρ.)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τυοῦμαι, ταράττομαι»<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>τυοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[πήζω]], στερεοποιούμαι όπως το [[τυρί]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, Α [[τυρός]]<br />[[τυρεύω]].<br /><b>(II)</b><br />-όω, Α [[τυρός]]<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] σε [[τυρί]] («τὸ [[γάλα]] τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[αρτύω]] ένα [[φαγητό]] με [[τυρί]] («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μηχανεύομαι]], [[τεχνάζομαι]] («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες ἅπαντα», Αρχέστρ.)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τυροῦμαι, ταράττομαι»<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>τυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[πήζω]], στερεοποιούμαι όπως το [[τυρί]].
}}
}}

Revision as of 19:02, 24 October 2020

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
-όω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυροῦμαι, -όομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.