ζῳοτροφικός: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zootrofikos
|Transliteration C=zootrofikos
|Beta Code=zw&#x007C;otrofiko/s
|Beta Code=zw&#x007C;otrofiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[connected with the feeding of animals]], ib.<span class="bibl">263e</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]),= [[ζῳοτροφία]], ib.<span class="bibl">267b</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[connected with the feeding of animals]], ib.<span class="bibl">263e</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]),= [[ζῳοτροφία]], ib.<span class="bibl">267b</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:10, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳοτροφικός Medium diacritics: ζῳοτροφικός Low diacritics: ζωοτροφικός Capitals: ΖΩΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: zōiotrophikós Transliteration B: zōotrophikos Transliteration C: zootrofikos Beta Code: zw|otrofiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A connected with the feeding of animals, ib.263e: ἡ -κή (sc. τέχνη),= ζῳοτροφία, ib.267b.

German (Pape)

[Seite 1144] ή, όν, das Füttern, Halten von Thieren betreffend, Plat. Polit. 263 e; ἡ -κή 267 a.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοτροφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. τέχνη) = ζωοτροφία, αὐτόθι 267Α.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι)
2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.
(II)
-ή, -ό (AM ζῳοτροφικός, -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία (ΙΙ). ζωοκομικός, ζωοτεχνικός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ζῳοτροφική (ενν. τέχνη)
η ζωοτροφία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳοτροφικός -ή -όν [ζῳοτροφία] van de dierenhouderij; subst. ἡ ζ. ( sc. τέχνη ) dierenhouderij.

Russian (Dvoretsky)

ζῳοτροφικός: касающийся кормления животных Plat.