θρομβοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thromvoeidis | |Transliteration C=thromvoeidis | ||
|Beta Code=qromboeidh/s | |Beta Code=qromboeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[full of clots]] or [[lumps]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.11</span>,<span class="bibl">38</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, A full of clots or lumps, Hp.Mul.1.11,38.
German (Pape)
[Seite 1219] ές, = θρομβώδης, Hippocr.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ θρομβοειδής, -ές)
θρομβώδης
μσν.
(για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + -ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο-ειδής, ρομβο-ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < thrombo-(πρβλ. θρόμβος) + -id (πρβλ. -ειδής < είδος)].