λευκαθέω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lefkatheo
|Transliteration C=lefkatheo
|Beta Code=leukaqe/w
|Beta Code=leukaqe/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λευκαθίζω]], perh. to be read in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>146</span> (<b class="b3">ὀδόντων… λευκὰ θεόντων</b> codd.).</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λευκαθίζω]], perh. to be read in <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>146</span> (<b class="b3">ὀδόντων… λευκὰ θεόντων</b> codd.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκαθέω]] (Α)<br />(<b>πιθ. ανάγν.</b>) [[λευκαθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. <i>λευκαθεόντων</i> «με λαμπρό [[λευκό]] [[χρώμα]]» (<b>Ησιόδ.</b> Ασπ. 14β), ο [[οποίος]] σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο [[τέλος]] στίχου [[αντί]] του τ. <i>λευκαθόντων</i> του αμάρτυρου <i>λευκάθω</i> (<b>βλ.</b> [[λευκαθίζω]])].
|mltxt=[[λευκαθέω]] (Α)<br />(<b>πιθ. ανάγν.</b>) [[λευκαθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. <i>λευκαθεόντων</i> «με λαμπρό [[λευκό]] [[χρώμα]]» (<b>Ησιόδ.</b> Ασπ. 14β), ο [[οποίος]] σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο [[τέλος]] στίχου [[αντί]] του τ. <i>λευκαθόντων</i> του αμάρτυρου <i>λευκάθω</i> (<b>βλ.</b> [[λευκαθίζω]])].
}}
}}

Revision as of 10:50, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰθέω Medium diacritics: λευκαθέω Low diacritics: λευκαθέω Capitals: ΛΕΥΚΑΘΕΩ
Transliteration A: leukathéō Transliteration B: leukatheō Transliteration C: lefkatheo Beta Code: leukaqe/w

English (LSJ)

   A = λευκαθίζω, perh. to be read in Hes.Sc.146 (ὀδόντων… λευκὰ θεόντων codd.).

Greek Monolingual

λευκαθέω (Α)
(πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί του τ. λευκαθόντων του αμάρτυρου λευκάθω (βλ. λευκαθίζω)].