μαστροφός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(24)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastrofos
|Transliteration C=mastrofos
|Beta Code=mastrofo/s
|Beta Code=mastrofo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαστροπός]], Hsch.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαστροπός]], Hsch.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαστροπός]])].
|mltxt=[[μαστροφός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαστροπός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. σύνθετη από [[μαστρός]], ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαστροπός]])].
}}
}}

Revision as of 11:46, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροφός Medium diacritics: μαστροφός Low diacritics: μαστροφός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: mastrophós Transliteration B: mastrophos Transliteration C: mastrofos Beta Code: mastrofo/s

English (LSJ)

ὁ,    A = μαστροπός, Hsch.

Greek Monolingual

μαστροφός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαστροπός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. σύνθετη από μαστρός, ενώ το β' συνθετικό της παραμένει αβέβαιο (πρβλ. μαστροπός)].