παρακλήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraklitor
|Transliteration C=paraklitor
|Beta Code=paraklh/twr
|Beta Code=paraklh/twr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who encourages]], [[comforter]], <b class="b3">παρακλήτορες κακῶν</b>, = [[κακοὶ π]]., <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>16.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[suppliant]], τινος Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>147</span> ; but <b class="b3">π. Ζεύς</b>, = [[ἱκέσιος]], ib.<span class="bibl">345</span>.</span>
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who encourages]], [[comforter]], <b class="b3">παρακλήτορες κακῶν</b>, = [[κακοὶ π]]., <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>16.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[suppliant]], τινος Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>147</span> ; but <b class="b3">π. Ζεύς</b>, = [[ἱκέσιος]], ib.<span class="bibl">345</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:10, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλήτωρ Medium diacritics: παρακλήτωρ Low diacritics: παρακλήτωρ Capitals: ΠΑΡΑΚΛΗΤΩΡ
Transliteration A: paraklḗtōr Transliteration B: paraklētōr Transliteration C: paraklitor Beta Code: paraklh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,    A one who encourages, comforter, παρακλήτορες κακῶν, = κακοὶ π., LXX Jb.16.2.    2 suppliant, τινος Sch.E.Hec.147 ; but π. Ζεύς, = ἱκέσιος, ib.345.

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, der Zuredende, Tröstende, Sp., bes. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διὰ λόγων διεγείρων, προτρέπων, παρακλήτορες κακῶν = κακοὶ π. Ἑβδ. (Ἰωβ ΙϚ΄, 2), πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 736. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρακλήτορες· παρμυθηταί». 2) = Παράκλητος, Νομοκ. Coteler 91. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 317.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ
μσν.
παράκλητος·
αρχ.
1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του
2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί
3. παρήγορος
4. (για τον Δία) ο ικέσιος
5. στον πληθ. οι παρακλήτορες
α) (κατά τον Ησύχ.) «παραμυθηταί»
β) (κατά τον Θωμά Μάγ.) «οἱ διὰ λόγων διεγείροντες τὸν στρατὸν πρὸς τοὺς ἀγῶνας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακαλῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].