πλάτιγξ: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(32) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platigks | |Transliteration C=platigks | ||
|Beta Code=pla/tigc | |Beta Code=pla/tigc | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[πλάτη]] <span class="bibl">1.1</span>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:30, 11 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A = πλάτη 1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, = πλάτη, Lob. Phryn. p. 72; auch πλάτυγξ geschr., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτιγξ: ἡ, = πλάτη, «πλάτιγξ· τῆς κώπης τὸ ἄκρον ᾧ πλήσσεται τὸ ὕδωρ» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος του κουπιού, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στήρ-ιγξ, στρόφ-ιγξ)].