πότισμα: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potisma | |Transliteration C=potisma | ||
|Beta Code=po/tisma | |Beta Code=po/tisma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[draught]], Asclep. ap. Gal.14.137.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:51, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A draught, Asclep. ap. Gal.14.137.
German (Pape)
[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.
Spanish
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.