στηλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(38)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stiloeidis
|Transliteration C=stiloeidis
|Beta Code=sthloeidh/s
|Beta Code=sthloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. for [[στυλ-]].</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v.l. for [[στυλ-]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοειδής Medium diacritics: στηλοειδής Low diacritics: στηλοειδής Capitals: ΣΤΗΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēloeidḗs Transliteration B: stēloeidēs Transliteration C: stiloeidis Beta Code: sthloeidh/s

English (LSJ)

ές,    A v.l. for στυλ-.

Greek (Liddell-Scott)

στηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στήλην, ἔχων σχῆμα στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με στήλη
2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση»
(πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η κλίση τών οποίων άλλαξε μετά την έκχυση τους
αρχ.
στυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -ειδής].