στοχαστής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stochastis
|Transliteration C=stochastis
|Beta Code=stoxasth/s
|Beta Code=stoxasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[diviner]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>3.2</span>; τῶν μελλόντων <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.4.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[one who aims at]], τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας <span class="bibl">Ph.1.10</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[diviner]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>3.2</span>; τῶν μελλόντων <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.4.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[one who aims at]], τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας <span class="bibl">Ph.1.10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:05, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχαστής Medium diacritics: στοχαστής Low diacritics: στοχαστής Capitals: ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Transliteration A: stochastḗs Transliteration B: stochastēs Transliteration C: stochastis Beta Code: stoxasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A diviner, LXX Is.3.2; τῶν μελλόντων J.BJ4.4.6.    2 one who aims at, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, der Zielende, Erzielende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, μάντις, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στοχάζομαι
νεοελλ.
σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, διανοητής
(μσν.-αρχ.)
1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ.
β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῡς ἀληθείας στοχαστής», Φίλ.)
2. αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την αλήθεια («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).