σωματοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=somatofyis
|Transliteration C=somatofyis
|Beta Code=swmatofuh/s
|Beta Code=swmatofuh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[corporeal]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">Phil.Hist.</span> 13</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[corporeal]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">Phil.Hist.</span> 13</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:25, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφῠής Medium diacritics: σωματοφυής Low diacritics: σωματοφυής Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: sōmatophyḗs Transliteration B: sōmatophyēs Transliteration C: somatofyis Beta Code: swmatofuh/s

English (LSJ)

ές,    A corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφυής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση.
επίρρ...
σωματοφυῶς Α
σύμφωνα με τη φύση του σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο-φνής, τριχο-φυής].