τρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(nl)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trismos
|Transliteration C=trismos
|Beta Code=trismo/s
|Beta Code=trismo/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τριγμός]].</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τριγμός]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:10, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμός Medium diacritics: τρισμός Low diacritics: τρισμός Capitals: ΤΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trismós Transliteration B: trismos Transliteration C: trismos Beta Code: trismo/s

English (LSJ)

   A v. τριγμός.

Greek (Liddell-Scott)

τρισμός: ἴδε ἐν λεξ. τριγμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit bruit aigu.
Étymologie: τρίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τρίζω
ο τριγμός
νεοελλ.
τονικός σπασμός τών μασητήριων μυών, ο οποίος προκαλεί μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού δυσκολία στη διάνοιξη τών γνάθων.

Russian (Dvoretsky)

τρισμός:τρίζω
1) писк (μυός Plut.);
2) визг, скрежет (τρισμοὶ πριόνων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισμός -οῦ, ὁ [τρίζω] geknars (van tanden). Hp.