ἀμφίπολις: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfipolis
|Transliteration C=amfipolis
|Beta Code=a)mfi/polis
|Beta Code=a)mfi/polis
|Definition=poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[encompassing city]], ἀνάγκη ἀμφίπτολις <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>75</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ἀ., ἡ,</b> [[city encompassed by a river]], as pr. n., <span class="bibl">Th.4.102</span>, etc.</span>
|Definition=poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[encompassing city]], ἀνάγκη ἀμφίπτολις <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>75</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ἀ., ἡ,</b> [[city encompassed by a river]], as pr. n., <span class="bibl">Th.4.102</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:30, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπολις Medium diacritics: ἀμφίπολις Low diacritics: αμφίπολις Capitals: ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: amphípolis Transliteration B: amphipolis Transliteration C: amfipolis Beta Code: a)mfi/polis

English (LSJ)

poet. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ,    A encompassing city, ἀνάγκη ἀμφίπτολις A.Ch.75 (lyr.).    II Subst. ἀ., ἡ, city encompassed by a river, as pr. n., Th.4.102, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφίπτολις, ὁ, ἡ, ὁ περιβάλλων ἢ ἡ περιβάλλουσα πόλιν τινά ἀνάγκη ἀμφίπτολις, necessitas urbi circumdata (Βλωμφ.), ἐπὶ πόλεως ἁλούσης δι’ ἀποκλεισμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 74· πρβλ. ἀμφιτειχής. ΙΙ. ὡς οὐσ. ἀμφίπολις, ἡ μεταξὺ δύο θαλασσῶν ἢ ποταμῶν πόλις, ἴδε Θουκ. 4. 102.

Greek Monolingual

ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πόλις.

Greek Monotonic

ἀμφίπολις: ποιητ. ἀμφί-πτολις, , ,
I. αυτός που περικυκλώνει την πόλη, για πόλη που αλώνεται μέσω αποκλεισμού, σε Αισχύλ.
II. ως θηλ. ουσ., πόλη μεταξύ δύο θαλασσών ή ποταμών, σε Θουκ.

Middle Liddell


I. encompassing a city, of a city taken by blockade, Aesch.
II. as fem. Subst. a city between two seas or rivers, Thuc.