ἀνέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aneliktos | |Transliteration C=aneliktos | ||
|Beta Code=a)ne/liktos | |Beta Code=a)ne/liktos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[without turns]] or [[twists]], <span class="bibl">Aret. <span class="title">CD</span>1.4</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:50, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene vueltasde intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.
Greek Monolingual
-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλικτος, -ον) ελίσσω
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί
αρχ.
Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές.